- λιγοψυχώ
- λιγοψυχάω / λιγοψυχώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), λιγοψύχησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιγοψυχώ — και ολιγοψυχώ, άω (Α ὀλιγοψυχῶ, έω) [λιγόψυχος] 1. έχω έλλειψη θάρρους, είμαι δειλός («καὶ μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῷ κρίνειν σε», ΠΔ) 2. έχω τάση για εμετό ή για λιποθυμία αρχ. στενοχωρούμαι … Dictionary of Greek
λιγοψυχώ — λιγοψύχησα, δειλιάζω, φοβούμαι: Λιγοψύχησε μπροστά στον εχθρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχώ — άω (Α ὀλιγοψυχῶ, έω) βλ. λιγοψυχώ … Dictionary of Greek
λιγοψυχάω — / λιγοψυχώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιγοψύχησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιποψυχώ — λιποψύχησα, αμτβ., χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω, λιγοψυχώ: Ο βοσκός λιποψύχησε αντικρίζοντας ένα κοπάδι λύκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχώ — και λιγοψυχώ 1. δεν έχω θάρρος, τόλμη. 2. νιώθω να λιποθυμώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβούμαι — και φοβάμαι φοβήθηκα, φοβισμένος 1. μτβ. και αμτβ., με πιάνει φόβος, αισθάνομαι φόβο, δοκιμάζω το συναίσθημα του κινδύνου, τρομάζω, δειλιάζω, λιγοψυχώ, σκιάζομαι: Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. 2. ανησυχώ για κάτι, είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλομιάζω — και χλομιαίνω χλόμιασα, χλομιασμένος 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου: Μόλις έμαθε ότι απότυχε στις εξετάσεις, έπεσε κάτω χλομιασμένη. 2. για τα φυτά, μαραίνομαι, κιτρινίζω. 3. δειλιάζω, λιγοψυχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)